- κυβερνητικον
- κυβερνητικόνκῠβερνητικόντό тж. pl. искусство кораблевождения Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κυβερνητικόν — κυβερνητικός good at steering masc acc sg κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικός — ή, ό (AM κυβερνητικός, ή, όν) [κυβερνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῡντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ… … Dictionary of Greek